- ευσυνάλλακτος
- εὐσυνάλλακτος, -ον (ΑΜ)αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός.επίρρ...εὐσυναλλάκτως (Α)1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή2. αποτελεσματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-αλλάσσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.